- γλυκύμαλον
- τοβλ. γλυκόμηλο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γλυκύμαλον — γλυκύμᾱλον , γλυκύμαλον sweet apple neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλυκόμηλο — (AM γλυκύμηλον, Α και γλυκύμαλον, αιολ. και δωρ. τ., Μ και γλυκόμηλον) ο καρπός τής γλυκομηλιάς (α. «έκαμν άνθη το πουρνό και γλυκόμηλα το βράδυ», Γ. Βιζυηνός β. «οἷον τὸ γλυκύμαλον ἐρεύθεται ἄκρῳ ἐπ ὄσδῳ» κοκκινίζει σαν το γλυκόμηλο στην άκρη… … Dictionary of Greek
γλυκύμαλα — γλυκύμᾱλα , γλυκύμαλον sweet apple neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)